- κάπρος
- κάπρος1 boar
κάπρους τ' ἔναιρε N. 3.47
κάπρῳ δὲ βουλεύοντα φόνον κύνα χρὴ τλάθυμον ἐξευρεῖν fr. 234. 3. ἔνθα ποῖμναι κτιλεύονται κάπρων λεόντων τε fr. 238.
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
κάπρους τ' ἔναιρε N. 3.47
κάπρῳ δὲ βουλεύοντα φόνον κύνα χρὴ τλάθυμον ἐξευρεῖν fr. 234. 3. ἔνθα ποῖμναι κτιλεύονται κάπρων λεόντων τε fr. 238.Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
Κάπρος — boar masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάπρος — boar masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάπρος — ὁ (AM κάπρος) ο αγριόχοιρος, το αγριογούρουνο («ερυμάνθειος κάπρος») αρχ. είδος ψαριού. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανάγεται σε IE *kapro «τράγος, κριάρι» και συνδέεται ετυμολογικώς με λατ. caper, ουμβρικό cabru, αρχ. νορβ. hafr, που έχουν όλα τη σημ. «τράγος … Dictionary of Greek
κάπρος — ο βλ. κάπρι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Καλυδώνιος Κάπρος — Μυθολογικό ον. Σύμφωνα με τη μυθολογική παράδοση ήταν ένας αγριόχοιρος με εξαιρετική δύναμη. Τον έστειλε στην Καλυδώνα της Αιτωλίας (βλ. λ. Καλυδών) η Άρτεμη για να εκδικηθεί την ασέβεια του βασιλιά Οινέα, ο οποίος προσέφερε θυσία σε όλους τους… … Dictionary of Greek
Κάπρω — Κάπρος boar masc nom/voc/acc dual Κάπρος boar masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάπρω — κάπρος boar masc nom/voc/acc dual κάπρος boar masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κάπρε — Κάπρος boar masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάπρε — κάπρος boar masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κάπροι — Κάπρος boar masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάπροι — κάπρος boar masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)